- λογάριον
- λογά̱ριον , λογάριονpetty speechesneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λογάρι — το (AM λογάριον, Μ και λογάριν και λογάρι και λαγάριν) νεοελλ. μσν. αποθησαυρισμένο χρήμα ή θησαυρός από τιμαλφή αντικείμενα, περιουσία, πλούτος («καὶ κτήματα ἀρίθμητα ἐπέδωκεν νὰ ἔχουν, λογάριόν τε περισσόν, καὶ δούλους», Διγεν. Ακρ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
Nikos Kazantzakis (Gemeinde) — Stadtgemeinde Nikos Kazantzakis (1994–2010) Δήμος Νίκου Καζαντζάκη … Deutsch Wikipedia
λογαρίδιον — λογαρίδιον, τὸ (Α) λογάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογάριον + υποκορ. κατάλ. ίδιον] … Dictionary of Greek
λογαρίοις — λογᾱρίοις , λογάριον petty speeches neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογαρίου — λογᾱρίου , λογάριον petty speeches neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογαρίων — λογᾱρίων , λογάριον petty speeches neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογάρια — λογά̱ρια , λογάριον petty speeches neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)